φρεναπάτη

φρεναπάτη
[фрэнапати] ουσ. θ. иллюзия, галлюцинация,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φρεναπάτη" в других словарях:

  • φρεναπάτη — η, Ν ψευδαίσθηση, πλάνη («κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στού νου τη φρεναπάτη», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η απάτη (πλάνη) των φρενών ή των αισθήσεων, απατηλή αντίληψη, παραίσθηση, ψευδαίσθηση, πλάνεμα: Κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στου νου τη φρεναπάτη (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευδοφρεναπάτη — ἡ, Μ προσποιητή φρεναπάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φρεναπάτη] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»